ΑΡΘΡΑ
Σε Ποιες Περιπτώσεις Θεωρείται η Άσκηση της Γονικής Μέριμνας ως Κακή
Σύμφωνα με το Άρθρο 5 του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμος του 1990 (216/1990) (εφεξής η «Νομοθεσία»), η γονική μέριμνα είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων οι οποίοι το ασκούν από κοινού. Επιπλέον, η γονική μέριμνα περιλαμβάνει τον προσδιορισμό του ονόματος, την επιμέλεια του προσώπου, τη διοίκηση της περιουσίας και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία που αφορούν το πρόσωπο ή την περιουσία του.
Το Άρθρο 6 της Νομοθεσίας, καθιερώνει ως γενική αρχή ότι η γονική μέριμνα πρέπει να ασκείται προς το συμφέρον του τέκνου και ότι στο συμφέρον του τέκνου πρέπει να αποβλέπει και η απόφαση του Δικαστηρίου όταν, κατά τις διατάξεις του νόμου, το Δικαστήριο αποφασίζει σχετικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή με τον τρόπο άσκησής της.
Το θεμέλιο της προστασίας του παιδιού εδράζεται στο Άρθρο 3 και 12 της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού (εφεξής η «Σύμβαση»). Εν συντομία το Άρθρο 3 της Σύμβασης αναφέρεται στην Αρχή της Διασφάλισης του Συμφέροντος του Παιδιού ενώ το Άρθρο 12 αναφέρεται στο δικαίωμα του παιδιού να εκφράζει την άποψη του σε σχέση με όλα τα θέματα που το αφορούν και στην άποψη αυτή θα πρέπει να δίδεται το απαιτούμενο βάρος σύμφωνα με την ηλικία του και το βαθμό ωριμότητας του.[1]
Συμφέρον του τέκνου σημαίνει το σωματικό, το υλικό, το πνευματικό, το ψυχικό, το ηθικό και γενικότερα το κάθε είδους συμφέρον. Και καθώς είναι αυτονόητο, στη δικαστική απόφαση, που ρυθμίζει κάποιο ζήτημα της γονικής μέριμνας θα πρέπει να διατυπώνονται με σαφήνεια τόσο η κρίση του Δικαστηρίου για το ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση προάγει το συμφέρον του παιδιού όσο και τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν αυτή την κρίση γιατί μόνο έτσι καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης.[2]
Από τη διατύπωση του άρθρου 18(1) του νόμου, προκύπτει ότι η άσκηση της γονικής μέριμνας θεωρείται κακή, όταν τα πρόσωπα που την ασκούν (α) είτε παραβαίνουν τα καθήκοντα που επιβάλλει το λειτούργημά τους (β) είτε ασκούν το λειτούργημα αυτό καταχρηστικά (γ) είτε αδυνατούν να ανταποκριθούν σ’ αυτό. Επιπλέον, το Άρθρο 18(2) προβλέπει ότι το Δικαστήριο μπορεί να αφαιρέσει από τον ένα γονέα την άσκηση της γονικής μέριμνας, εν όλω ή εν μέρει, ή να την αναθέσει αποκλειστικά στον άλλο ή, αν συντρέχουν και στο πρόσωπο αυτού οι προϋποθέσεις του Άρθρου 18 (1), να αναθέσει την επιμέλεια του τέκνου εν όλω ή εν μέρει σε Επίτροπο.
(Α)Παράβαση των καθηκόντων που επιβάλλει το λειτούργημα της γονικής μέριμνας:
Η περίπτωση αυτή κακής άσκησης των γονικών υποχρεώσεων αναφέρεται σε συμπεριφορά των γονέων, η οποία συνιστά αντικειμενική παραβίαση υποχρεώσεως έναντι του τέκνου, είτε αυτή οφείλεται σε υπαιτιότητα είτε εκδηλώνεται χωρίς υπαιτιότητά τους, όπως παράβαση της υποχρεώσεως διατροφής.
Παράβαση των καθηκόντων των γονέων συνιστά η πλημμελής εκπλήρωση των καθηκόντων αυτών, όπως πλημμελής φροντίδα, εποπτεία κ.λ.π. Η σχετική βέβαια κρίση θα πρέπει πάντα να γίνεται όχι με μέτρο ένα καλό επίπεδο γονικής φροντίδας, αλλά να προσαρμόζεται στο δεδομένο κοινωνικό, πνευματικό και οικονομικό επίπεδο των γονέων.
Στην έννοια της παράβασης των καθηκόντων ως ευρύτερη υπάγεται και η παραμέληση των καθηκόντων, η παρατηρούμενη δηλαδή αδράνεια των γονέων σε περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται ενέργειά τους χάριν του συμφέροντος του τέκνου.
(Β) Καταχρηστική άσκηση του λειτουργήματος
Παραδείγματα κακής άσκησης του λειτουργήματος των γονέων αποτελεί η σωματική κακομεταχείριση του τέκνου, άρνηση συναινέσεως σε επείγουσα ιατρική επέμβαση, παρεμπόδισή του για πραγματοποίηση σπουδών που ανταποκρίνονται στις κλίσεις και τις ικανότητές του, χρησιμοποίηση της περιουσίας του για ιδιοτελείς σκοπούς κ.λ.π.
(Γ) Αδυναμία των γονέων να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις του γονικού λειτουργήματος
Η στο νόμο προβλεπόμενη αδυναμία των γονέων να ανταποκριθούν στο λειτούργημά τους καταλαμβάνει κατά πρώτο λόγο περιπτώσεις ανεπάρκειας, π.χ. λόγω υπεραπασχόλησης ή από λόγους που ανάγονται στις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Αυτή είναι η περίπτωση της υπό στενή έννοια αδυναμίας, όπου κριτήριο δεν αποτελεί, αν παραβιάστηκε κάποια υποχρέωση που μπορούσε να εκπληρωθεί, αλλά η αντικειμενικώς υφιστάμενη ανεπάρκεια, από λόγους δηλαδή που δεν στηρίζουν υπαιτιότητα, με εξωτερικώς εκδηλούμενα όμως σφάλματα συμπεριφοράς. π.χ. επιμονή της κωφάλαλης μητέρας να αναθρέψει αυτή αποκλειστικά το παιδί της ή άρνηση του χιλιαστού γονέα να συναινέσει σε απαιτούμενη για το τέκνο μετάγγιση αίματος.
[1] Επίσης, βλ. Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων Άρθρο 24 και Re Κολφοπούλου (1998) 1 ΑΑΔ 55.
[2] λ. Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη – Οικογενειακό Δίκαιο, Β΄έκδοση, Τομ. Β, σελ. 207.
Το άρθρο αυτό δεν αποτελεί νομική συμβουλή. Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε με τον κ. Αναστάση Αναστασίου στο aanastasiou@dhadjinestoros.com